εκχειλίζω — και ξεχειλίζω 1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ («ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.») 2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ 3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου… … Dictionary of Greek
παρεκχέω — Α [εκχέω] 1. εκχέω, χύνω λίγο λίγο 2. μέσ. παρεκχέομαι (για ποταμούς και λίμνες) εκχειλίζω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω 3. ιατρ. γίνομαι παχύς, παχύσαρκος … Dictionary of Greek
προσκλύζω — Α 1. κατακλύζω 2. καλύπτω με κύματα 3. εκχειλίζω 4. προσβάλλω κάποιον, ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 5. (κυριολ. και μτφ.) πλημμυρίζω («τοῑς ὄμμασι τοῡ κάλλους μονονουχί προσκλύζοντος», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κλύζω «περιβρέχω,… … Dictionary of Greek
υπερεκχειλίζω — Ν ξεχειλίζω υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + εκχειλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek