εκχειλίζω

εκχειλίζω
1. αμετ. переполниться (тж. перен. ); переливаться через край; выходить из берегов, разливаться;
ξεχείλισε ο θυμός μου я пришёл в ярость; (ε)ξεχείλισε το ποτήρι[ον] (της υπομονής) чаша (терпения) переполнилась; 2. μετ. переполнить, переливать через край

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκχειλίζω" в других словарях:

  • εκχειλίζω — και ξεχειλίζω 1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ («ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.») 2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ 3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου… …   Dictionary of Greek

  • παρεκχέω — Α [εκχέω] 1. εκχέω, χύνω λίγο λίγο 2. μέσ. παρεκχέομαι (για ποταμούς και λίμνες) εκχειλίζω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω 3. ιατρ. γίνομαι παχύς, παχύσαρκος …   Dictionary of Greek

  • προσκλύζω — Α 1. κατακλύζω 2. καλύπτω με κύματα 3. εκχειλίζω 4. προσβάλλω κάποιον, ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 5. (κυριολ. και μτφ.) πλημμυρίζω («τοῑς ὄμμασι τοῡ κάλλους μονονουχί προσκλύζοντος», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κλύζω «περιβρέχω,… …   Dictionary of Greek

  • υπερεκχειλίζω — Ν ξεχειλίζω υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + εκχειλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»